κολλητάς — κολλητά̱ς , κολλητής one who glues masc acc pl κολλητά̱ς , κολλητής one who glues masc nom sg (epic doric aeolic) κολλητά̱ς , κολλητός glued together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κολλημένος, αυτός που έχει συνδεθεί με κόλλα: Τα παπούτσια αυτά δεν είναι καρφωτά, αλλά κολλητά. 2. αυτός που είναι πολύ κοντά σε άλλον: Το σπίτι μας είναι κολλητό με το σπίτι του υπουργού. – Καθόμαστε κολλητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εχέκολλος — ἐχέκολλος, ον (Α) 1. γεμάτος κόλλα, κολλώδης, ρητινώδης («ἐχέκολλον μάλιστα ἡ πεύκη», Θεόφρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐχέκολλον η κόλλα. επίρρ... ἐχεκόλλως (Α) κολλητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κόλλα] … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
κολλητός — ή, ό (AM κολλητός, ή, όν) [κολλώ] αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος νεοελλ. μσν. συνεχόμενος, πλαϊνός,… … Dictionary of Greek
συγχρώτα — ή σύγχρωτα Α επίρρ. σώμα με σώμα, κολλητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρώς, χρωτός «επιδερμίδα, χρώμα» μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *σύγχρως] … Dictionary of Greek
γορίλας — (gorilla).Ανθρωπόμορφος μεγαλόσωμος πίθηκος, ο οποίος, με δύο υποείδη, ζει στην Γκαμπόν, στο Καμερούν και στο λεκανοπέδιο του Κονγκό. Η εμφάνισή του είναι εντυπωσιακή εξαιτίας του όγκου του σώματός του, που μπορεί να υπερβεί σε ύψος τα 2 μ. και… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
παράπλευρα — επίρρ. τοπ., δίπλα, στο πλάι, κολλητά, συνέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραφτός — ή, ό συναρμοσμένος με ραφή: Τα παπούτσια που πήρα είναι ραφτά, όχι κολλητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)